- παραπλήσιος
- -α, -ο / παραπλήσιος, -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται πολύ κοντά ή παραπλεύρως σε κάποιον2. ο σχεδόν όμοιος με κάποιον, παρεμφερής, παρόμοιος3. ο περίπου ίσος με κάποιον4. συνομήλικοςαρχ.(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) παραπλήσια και παραπλήσιονπαρομοίως, παρεμφερώς.επίρρ...παραπλησίως ΝΜΑμε παραπλήσιο τρόπο, παρεμφερώς, παρομοίως («ἀγωνισάμενος οὕτω παραπλησίως», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλησίος* «κοντινός»].
Dictionary of Greek. 2013.